- σκιόφοβος
- -η, -ο, Ναυτός που φοβάται, που αποστρέφεται τη σκιά, το σκοτάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + φόβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιοφοβία — η, Ν το να φοβάται κανείς τη σκιά, το σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιόφοβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek